- καινούργιος
- Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Θήβα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή.
2. Κίτσος. Καταγόταν από την Ακαρνανία. Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις στη δυτική Ελλάδα και διακρίθηκε στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Το 1835 υποστήριξε τη στάση του Ζέρβα και διαγράφηκε από τη Φάλαγγα. Από τότε καταδιωκόταν, γιατί επικηρύχθηκε ως ληστής.
* * *και καινούριος, -α, -ο (AM καινούργιος, -ία, -ον)1. νέος2. αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα, αμεταχείριστος («καινούργιο σπίτι»)νεοελλ.1. φρ. «τί καινούργια;» — τί νεώτερα;2. παροιμ. «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σέ κρεμάσω» — για ανθρώπους που δείχνουν εξαιρετική αγάπη και περιποίηση για κάτι καινούργιο που απέκτησαν(νεοελ.-μσν.) αυτός που γίνεται γνωστός ή που εμφανίζεται για πρώτη φοράμσν.παράξενος, αλλόκοτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καιν-ουργός κατά τα ίσος> ίσιος, ορθός > όρθιος. Λόγω τής ετυμολ. προελεύσεως τής λ. ορθότερη είναι η γραφή με -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.